υπερφαλαγγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερφαλαγγισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερφαλαγγίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερφαλαγγισμένος, -η, -ο
- που έχει υπερφαλαγγιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπερφαλαγγίζω και φάλαγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερφαλαγγισμένος