φτασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτασμένος η φτασμένη το φτασμένο
      γενική του φτασμένου της φτασμένης του φτασμένου
    αιτιατική τον φτασμένο τη φτασμένη το φτασμένο
     κλητική φτασμένε φτασμένη φτασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτασμένοι οι φτασμένες τα φτασμένα
      γενική των φτασμένων των φτασμένων των φτασμένων
    αιτιατική τους φτασμένους τις φτασμένες τα φτασμένα
     κλητική φτασμένοι φτασμένες φτασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτάνω

Μετοχή[επεξεργασία]

φτασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]