χάλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάλασμα ουδέτερο
- η φθορά, το αποτέλεσμα του χαλώ
- ερείπιο, γκρεμισμένο κτίριο (καταχρηστικά, χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός για την ίδια έννοια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάλασμα αρσενικό
- χαλάρωμα, λασκάρισμα
- η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
- (ιατρική) η κήλη