χασμουρητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασμουρητό τα χασμουρητά
      γενική του χασμουρητού των χασμουρητών
    αιτιατική το χασμουρητό τα χασμουρητά
     κλητική χασμουρητό χασμουρητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασμουρητό < χασμουριέμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.zmu.ɾiˈto/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασμουρητό ουδέτερο

  • πλατύ άνοιγμα του στόματος με εισπνοή που ακολουθείται από εκπνοή και χαρακτηριστικό ήχο, λόγω κούρασης ή νύστας ή ανίας και το οποίο επαναλαμβάνεται
  • Ωραία ταινία το "Σολάρις" αλλά να πω την αλήθεια, μ' έπιασε ένα χασμουρητό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]