χασομέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασομέρι τα χασομέρια
      γενική του χασομεριού των χασομεριών
    αιτιατική το χασομέρι τα χασομέρια
     κλητική χασομέρι χασομέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασομέρι < χασ- (< χάνω) + -ο- + -μερι (< μέρα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.soˈme.ɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασομέρι ουδέτερο

  1. η άσκοπη απώλεια χρόνου χωρίς δουλειά
  2. η χρονοτριβή στην εκτέλεση μιας εργασίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]