χωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χωμένος | η | χωμένη | το | χωμένο |
γενική | του | χωμένου | της | χωμένης | του | χωμένου |
αιτιατική | τον | χωμένο | τη | χωμένη | το | χωμένο |
κλητική | χωμένε | χωμένη | χωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χωμένοι | οι | χωμένες | τα | χωμένα |
γενική | των | χωμένων | των | χωμένων | των | χωμένων |
αιτιατική | τους | χωμένους | τις | χωμένες | τα | χωμένα |
κλητική | χωμένοι | χωμένες | χωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]χωμένος
- που έχει χωθεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωμένος
|