ψαρόμυαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαρόμυαλος, -η, -ο
- (μειωτικό) που το μυαλό του είναι τόσο μικρό όσο ενός ψαριού
- ≈ συνώνυμα: ανόητος, ελαφρόμυαλος, αυτός που δεν έχει κουκούτσι μυαλό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρόμυαλος
|