όρκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὅρκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρκος οι όρκοι
      γενική του όρκου των όρκων
    αιτιατική τον όρκο τους όρκους
     κλητική όρκε όρκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όρκος < αρχαία ελληνική ὅρκος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈoɾ.kos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όρκος αρσενικό

  • Υπόσχεση που δίδεται συνοδευόμενη συνήθως από επίκληση σε υπερφυσικές δυνάμεις ως εγγύηση της τήρησής της

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]