σπεῖρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπεῖρᾰ | αἱ | σπεῖραι |
γενική | τῆς | σπείρᾱς | τῶν | σπειρῶν |
δοτική | τῇ | σπείρᾳ | ταῖς | σπείραις |
αιτιατική | τὴν | σπεῖρᾰν | τὰς | σπείρᾱς |
κλητική ὦ! | σπεῖρᾰ | σπεῖραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπεῖρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπείραιν | ||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπεῖρα θηλυκό
- οτιδήποτε είναι στριμμένο ελικοειδώς ή είναι τυλιγμένο γύρω από κάτι, σπείρα
- (ειδικότερα) η κάθε έλικα τού (1)
- (αρχιτεκτονική) η βάση ενός κίονα ιωνικού ρυθμού
- (μαθηματικά)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό σώμα διακοσίων ανδρών (δύο εκατονταρχίες, διλοχία)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική μονάδα σαν την κοόρτη
- σχοινί, παλαμάρι, κάλως
- είδος κόμμωσης
- (θρησκεία) ομάδα ατόμων που μετέχουν σε θρησκευτική τελετή ή λατρεία
- (πληθυντικός) σπεῖραι:
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (αρχαία ελληνικά)
- Μαθηματικά (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)