Αγάογλου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Αγάογλου | οι | Αγάογλοι & Αγαογλαίοι |
οι | Αγάογλου |
γενική | του/της | Αγάογλου | των | Αγάογλων & Αγαογλαίων |
των | Αγάογλου |
αιτιατική | τον/την | Αγάογλου | τους | Αγάογλους & Αγαογλαίους |
τους/τις | Αγάογλου |
κλητική | Αγάογλου | Αγάογλοι & Αγαογλαίοι |
Αγάογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγάογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Καμπούρογλου' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Δημιουργία λέξεων - επώνυμα από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους με επίθημα -ογλου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)