Αιγινήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ʝiˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γι‐νή‐της
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Αιγινήτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Αἰγινήτης. Συγχρονικά αναλύεται σε Αίγιν(α) + -ήτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αιγινήτης αρσενικό (θηλυκό Αιγινήτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αίγινα
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αιγινήτικος
- Αιγινήτειο (επωνυμία)
- → και δείτε τη λέξη Αίγινα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αιγινήτης | οι | Αιγινήτηδες |
γενική | του | Αιγινήτη* | των | Αιγινήτηδων |
αιτιατική | τον | Αιγινήτη | τους | Αιγινήτηδες |
κλητική | Αιγινήτη | Αιγινήτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αιγινήτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Αιγινήτης < πατριδωνυμικό Αιγινήτης [1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αιγινήτης αρσενικό (θηλυκό Αιγινήτη ή Αιγινήτου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 25.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ήτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)