Βάσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάσος | οι | Βάσοι |
γενική | του | Βάσου | των | Βάσων |
αιτιατική | τον | Βάσο | τους | Βάσους |
κλητική | Βάσο | Βάσοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάσος < Βασίλειος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐σος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βάσος αρσενικό
- ανδρικό όνομα, υποκοριστικό (χαϊδευτικό) του Βασίλειος/Βασίλης
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βάσου)[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βάσος
|
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κωνσταντίνος Ντίνας, (1995), Κοζανίτικα επώνυμα (1759–1916), Κοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Δημητράκος' (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)