βαρύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 46.176.103.25 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Costas) |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
|||
=={{-el-}}===={{-en-}}===={{-fr-}}===={{-it-}}===={{-de-}}===={{-de-}}===={{--}}=={{PAGENAME}}==={{ετυμολογία}}======{{ετυμολογία}}======{{προφορά}}======={{σημειώσεις}}========{{συνώνυμα}}========{{συνώνυμα}}========{{αντώνυμα}}========{{συγγενικά}}========{{σύνθετα}}========{{σύνθετα}}========{{βλέπε}}========{{αναφορές}}========{{ομώνυμα}}========{{ομώνυμα}}========{{εκφράσεις}}========{{μεταφράσεις}}======{{-el-}}===={{-el-}}===={{-en-}}===={{-fr-}}===={{-it-}}===={{-it-}}===={{-de-}}===={{--}}=={{PAGENAME}}{{PAGENAME}}==={{ετυμολογία}}======{{προφορά}}======={{σημειώσεις}}========{{σημειώσεις}}========{{συνώνυμα}}========{{αντώνυμα}}========{{συγγενικά}}========{{συγγενικά}}========{{σύνθετα}}========{{βλέπε}}========{{αναφορές}}========{{αναφορές}}====* {{}} : {{τ||}}, {{τ||}}* {{}} : [[]]* {{}} : [[]]{{σύνδεσμος||el}}[[w:|w:]]<noinclude>[[m:|m:]][[b:|b:]][[b:|b:]]* {{}} : {{τ||}}[[commons:|commons:]][[commons:|commons:]]* {{}} : {{τ||}}</noinclude>=={{-el-}}== |
|||
{{el-κλίσ-'βαθύς'|βαρ}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''βαρύς''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''βαρύς''' |
Αναθεώρηση της 18:43, 19 Ιανουαρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαρύς < αρχαία ελληνική βαρύς
Επίθετο
βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός: βαρύτατος
- που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
- το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα
- όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές βαρύτερες από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
- (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
- έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
- το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
- βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
- που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
- ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
- (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
- οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
- (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
- η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
- (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
- Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
- βαρύ πεπόνι: έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βαρύς
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «βαρυσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'βαρύσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'βαρύς'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «βαρυσ».