αμάρτυρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ἀμάρτυρος}} < [[ἀ-]] + [[μάρτυς]] ({{σμσδ}} ({{de}}) [[unbezeugt]])


==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
*που δεν υπάρχει [[μαρτυρία]] γι’ αυτόν, δεν [[αποδεικνύω|αποδεικνύεται]]
# {{λείπει ο ορισμός}}


===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|μαρτυρία}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|unattested}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 22: Γραμμή 23:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
* {{de}} : {{τ|de|unbezeugt}}
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 20:43, 7 Φεβρουαρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάρτυρος η αμάρτυρη το αμάρτυρο
      γενική του αμάρτυρου της αμάρτυρης του αμάρτυρου
    αιτιατική τον αμάρτυρο την αμάρτυρη το αμάρτυρο
     κλητική αμάρτυρε αμάρτυρη αμάρτυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάρτυροι οι αμάρτυρες τα αμάρτυρα
      γενική των αμάρτυρων των αμάρτυρων των αμάρτυρων
    αιτιατική τους αμάρτυρους τις αμάρτυρες τα αμάρτυρα
     κλητική αμάρτυροι αμάρτυρες αμάρτυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάρτυρος < αρχαία ελληνική ἀμάρτυρος < ἀ- + μάρτυς ((σημασιολογικό δάνειο) (γερμανικά) unbezeugt)

Επίθετο

αμάρτυρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις