καινοτόμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ζημιογόνος'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} < [[καινός]] + '''τομ-''' ([[τέμνω]], [[τομή]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[καινός]] + [[-τόμος]] (< [[τέμνω]])


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -α/-ος, -ο''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}, -α/-ος, -ο'''
# που [[καινοτομώ|καινοτομεί]], που εισάγει μια [[καινοτομία]], [[νεωτεριστικός]]
*που [[καινοτομώ|καινοτομεί]]
#: '''''καινοτόμες''' μεταρρυθμίσεις''
*: '''''καινοτόμες''' μεταρρυθμίσεις''

===={{συνώνυμα}}====
*[[νεωτεριστικός]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
*που [[καινοτομώ|καινοτομεί]]
# [[νεωτεριστής]], [[μεταρρυθμιστής]]


===={{συνώνυμα}}====
===μερική συνωνυμία===
* [[νεωτεριστής]]
* [[εναλλακτικός]]
* [[μεταρρυθμιστής]]


===={{συγγενικά}}====
*[[ακαινοτόμητος]]
*[[καινοτομία]]
*[[καινοτομώ]]
*{{βλ|καινός|τέμνω}}

===={{βλέπε}}====
* [[εναλλακτικός]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 10:17, 26 Αυγούστου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καινοτόμος η καινοτόμος
καινοτόμα
το καινοτόμο
      γενική του καινοτόμου της καινοτόμου
καινοτόμας
του καινοτόμου
    αιτιατική τον καινοτόμο την καινοτόμο
καινοτόμα
το καινοτόμο
     κλητική καινοτόμε καινοτόμε
καινοτόμα
καινοτόμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καινοτόμοι οι καινοτόμοι
καινοτόμες
τα καινοτόμα
      γενική των καινοτόμων των καινοτόμων των καινοτόμων
    αιτιατική τους καινοτόμους τις καινοτόμους
καινοτόμες
τα καινοτόμα
     κλητική καινοτόμοι καινοτόμοι
καινοτόμες
καινοτόμα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καινοτόμος < αρχαία ελληνική καινοτόμος < καινός + -τόμος (< τέμνω)

Επίθετο

καινοτόμος, -α/-ος, -ο

Συνώνυμα

Ουσιαστικό

καινοτόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις