διδακτέος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 130.43.88.170 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 46.198.210.202
συμπλήρωση +ΑΡΧ τομέας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ωραίος'}}
{{el-κλίσ-'ωραίος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|διδακτέον}} (ἐστί)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|διδακτέον}} (ἐστί) < ''[[ρηματικό επίθετο]]'' {{λ|διδακτέος|grc}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ði.ðaˈktɛ.ɔs}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -α, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -α, -ο'''
# που πρέπει να [[διδάσκω|διδαχτεί]]
# {{λόγιο}} που πρέπει να [[διδάσκω|διδαχτεί]]
#:'''''διδακτέα''' ύλη''
#: ''συνήθως στη φράση:'' '''''διδακτέα''' [[ύλη]]''



===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 36: Γραμμή 38:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 57: Γραμμή 58:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==
{{λείπει η κλίση|grc}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < ''[[ρηματικό επίθετο]] του'' {{λ|διδάσκω|grc}}

==={{επίθετο|grc}}===
'''{{PAGENAME}}, -α, -ον'''
* που πρέπει να διδαχτεί
*: '''''διδακτέον''' [[ἐστί]]''

==={{πηγές}}===
* {{Β:Λίντελ}}
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ}}
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ|διδακτέον|διδακτέον}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 18:03, 28 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδακτέος η διδακτέα το διδακτέο
      γενική του διδακτέου της διδακτέας του διδακτέου
    αιτιατική τον διδακτέο τη διδακτέα το διδακτέο
     κλητική διδακτέε διδακτέα διδακτέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδακτέοι οι διδακτέες τα διδακτέα
      γενική των διδακτέων των διδακτέων των διδακτέων
    αιτιατική τους διδακτέους τις διδακτέες τα διδακτέα
     κλητική διδακτέοι διδακτέες διδακτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διδακτέος < αρχαία ελληνική διδακτέον (ἐστί) < ρηματικό επίθετο διδακτέος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

διδακτέος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που πρέπει να διδαχτεί
    συνήθως στη φράση: διδακτέα ύλη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

διδακτέος < ρηματικό επίθετο του διδάσκω

Επίθετο

διδακτέος, -α, -ον

  • που πρέπει να διδαχτεί
    διδακτέον ἐστί

Πηγές