εγκατάλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμο+ref, ενημέρωση ΔΦΑ, συλλ
+ συλλ
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|eŋ.ɡaˈta.li.psi}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|eŋ.ɡaˈta.li.psi}}
: {{συλλ|εγ|κα|τά|λει|ψη}}
: {{συλλ|ε|γκα|τά|λει|ψη}}
: {{συλλ|παλ=1|εγ|κα|τά|λει|ψη}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 13:31, 24 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάλειψη οι εγκαταλείψεις
      γενική της εγκατάλειψης* των εγκαταλείψεων
    αιτιατική την εγκατάλειψη τις εγκαταλείψεις
     κλητική εγκατάλειψη εγκαταλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκατάλειψις (υπόλειμμα) (-σις > -ση) < ἐγκαταλείπω[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐τά‐λει‐ψη
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐τά‐λει‐ψη

Ουσιαστικό

εγκατάλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
    η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
    καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
    αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη λείπω

Μεταφράσεις

Αναφορές