βανάδιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίση, ... |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
* [[τετραφθοροβανάδιο]] |
* [[τετραφθοροβανάδιο]] |
||
==={{βλέπε}}=== |
===={{βλέπε}}==== |
||
* [[Παράρτημα:Περιοδικός πίνακας των στοιχείων (ελληνικά)|Περιοδικός πίνακας των στοιχείων]] |
* [[Παράρτημα:Περιοδικός πίνακας των στοιχείων (ελληνικά)|Περιοδικός πίνακας των στοιχείων]] |
||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{clear}} |
|||
==={{μεταφράσεις}}=== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|vanadium}} |
* {{en}} : {{τ|en|vanadium}} |
Αναθεώρηση της 21:12, 25 Απριλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- βανάδιο < (λόγιο δάνειο) λατινική vanadium < παλαιά νορβηγική Vanadís (Φρέγια)
Ουσιαστικό
βανάδιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 23, ατομικό βάρος 50,9414 και χημικό σύμβολο το V
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βανάδιο | τα | βανάδια |
γενική | του | βανάδιου & βαναδίου |
των | βανάδιων & βαναδίων |
αιτιατική | το | βανάδιο | τα | βανάδια |
κλητική | βανάδιο | βανάδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ※ Δαμασκηνά σπαθιά, θεές από τη μυθολογία των Βίκινγκς, μια παλιά Φορντ και υποτυπώδεις θαλάσσιοι οργανισμοί μπλέκονται σε έναν απροσδόκητο χορό γύρω από το στοιχείο που είχε την παράδοξη τύχη να το ανακαλύψουν... δύο φορές. Πρόκειται για το βανάδιο, και ειλικρινά δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις να γράφεις για αυτό. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- βανάδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)