con

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

con < confidence • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɒn/

Ρήμα[επεξεργασία]

con (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

con < περικοπή του console

Συντομομορφή[επεξεργασία]

con (en)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • {{l|CON|en{{

Δείτε επίσης[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]

  • con - Cambridge Dictionary online



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

con < λατινική cunnus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
con cons

con (fr) αρσενικό

  1. (χυδαίο) το μουνί
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις chatte, pubis, sexe, vagin και vulve
  2. (μειωτικό) μαλάκας ((θηλυκό conne))
     συνώνυμα: enfoiré

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό con cons
θηλυκό conne connes

con (fr)

  1. (λαϊκότροπο) βλάκας, ηλίθιος, χαζός
     συνώνυμα:bête, stupide
  2. (λαϊκότροπο) βλακώδης (για πράγματα που προκαλούν αρνητική έκπληξη)
     συνώνυμα: inepte, ridicule

Συγγενικά[επεξεργασία]