Ηλιούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ηλιούπολη | οι | Ηλιουπόλεις |
γενική | της | Ηλιούπολης* | των | Ηλιουπόλεων |
αιτιατική | την | Ηλιούπολη | τις | Ηλιουπόλεις |
κλητική | Ηλιούπολη | Ηλιουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ηλιουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ηλιούπολη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ήλιούπολις < γενική ενικού Ήλίου- (ἥλιος) + -πολη. Η πόλη της Αιγύπτου έλαβε το όνομά της από τον αρχαίο Αιγύπτιο θεό του ήλιου, Ρα. Το προάστιο της Αθήνας έλαβε το όνομά του από την πόλη της Αιγύπτου μιας και ο αρχιτέκτονας Παύλος Δρανδάκης που πραγματοποίησε τα ρυμοτομικά σχέδια είχε σπουδάσει στην πόλη της Αιγύπτου. Κατά τη λαϊκή παράδοση, το προάστιο ονομάστηκε έτσι λόγω της γειτνίασής του με τον Υμηττό στα ανατολικά.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.liˈu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐λι‐ού‐πο‐λη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ηλιούπολη θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ηλιούπολη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -πολη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Αιγύπτου (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αιγύπτου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Θεσσαλονίκης (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Θεσσαλονίκης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)