Ισίδωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ισίδωρος | οι | Ισίδωροι |
γενική | του | Ισίδωρου & Ισιδώρου |
των | Ισίδωρων & Ισιδώρων |
αιτιατική | τον | Ισίδωρο | τους | Ισίδωρους & Ισιδώρους |
κλητική | Ισίδωρε | Ισίδωροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ισίδωρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἰσίδωρος < Ἶσις + δῶρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈsi.ðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐σί‐δω‐ρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ισίδωρος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)