Μαλακόστρακα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Μαλακόστρακα | ||
| γενική | των | Μαλακόστρακων & Μαλακοστράκων | ||
| αιτιατική | τα | Μαλακόστρακα | ||
| κλητική | Μαλακόστρακα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μαλακόστρακα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαλακόστρακος στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: Malacostraca < αρχαία ελληνική μαλακόστρακος < μαλακός + ὄστρακον
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μαλακόστρακα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: υδρόβια Αρθρόποδα, ζώα που έχουν σχετικά μαλακό κέλυφος (όπως αστακός, γαρίδα, καραβίδα) και ανήκουν στην υποσυνομοταξία των Καρκινοειδών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μαλακόστρακα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - ομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)