Μηλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μηλια | οι | Μηλιες |
γενική | της | Μηλιας | των | (Μηλιών) |
αιτιατική | τη | Μηλια | τις | Μηλιες |
κλητική | Μηλια | Μηλιες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μη‐λιά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Μηλιά < μηλιά
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μηλιά θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ «Η Αμίλητη»: Η ιστορία μιας φρικτής γυναικοκτονίας του 1850 που ανεβαίνει στη Λυρική. Ένα σύγχρονο χορικό με στίχους από πραγματικά μοιρολόγια αφηγείται την συγκλονιστική ιστορία της Μηλιάς, μιας νεαρής γυναίκας που δολοφονήθηκε από τον πατέρα και τα αδέλφια της, για να «ξεπλυθεί η ντροπή» της οικογένειας. (www.lifo.gr, 30/9/2019)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ονομασία οικισμών της Κύπρου
- → δείτε και τη λέξη Μηλιές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μηλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μηλιά θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μηλιός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Μήλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μηλιά
→ δείτε τη λέξη Μήλια |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)