γυναικοκτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικοκτονία < γυναικο- + -κτονία (κτείνω) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική femicide)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.ktoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κο‐κτο‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικοκτονία θηλυκό
- (νεολογισμός) η δολοφονία γυναίκας (ιδίως όταν υποκρύπτονται μισογυνικά κίνητρα)
- ※ Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες περιγράφουν τη γυναικοκτονία ως ένα «νέο» εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο που αφορά τις πιο ακραίες εκδηλώσεις σεξιστικής βίας από μέρους των ανδρών σε βάρος των γυναικών, οι οποίες δολοφονήθηκαν, επειδή παραβίασαν τον δήθεν προκαθορισμένο –βιολογικά και κοινωνικά– ρόλο τους ως… γυναίκες. (*)
- ※ «Η Αμίλητη»: Η ιστορία μιας φρικτής γυναικοκτονίας του 1850 που ανεβαίνει στη Λυρική. Ένα σύγχρονο χορικό με στίχους από πραγματικά μοιρολόγια αφηγείται την συγκλονιστική ιστορία της Μηλιάς, μιας νεαρής γυναίκας που δολοφονήθηκε από τον πατέρα και τα αδέλφια της, για να «ξεπλυθεί η ντροπή» της οικογένειας. (www.lifo.gr, 30/9/2019)
- ※ Γυναικοκτονία στη Θεσσαλονίκη: 49χρονος δολοφόνησε τη σύζυγό του και παραδόθηκε (news247.gr, 29/11/2021 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναικοκτονία
Πηγές[επεξεργασία]
- γυναικοκτονία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γυναικο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτονία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)