Σπύρου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Σπύρου οι Σπυραίοι οι Σπύρου
      γενική του/της Σπύρου των Σπυραίων των Σπύρου
    αιτιατική τον/τη Σπύρου τους Σπυραίους τους/τις Σπύρου
     κλητική Σπύρου Σπυραίοι Σπύρου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπύρου < γενική ενικού του Σπύρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspi.ɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπύ‐ρου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπύρου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές[επεξεργασία]