Σωτηρίου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Σωτηρίου οι Σωτηραίοι οι Σωτηρίου
      γενική του/της Σωτηρίου των Σωτηραίων των Σωτηρίου
    αιτιατική τον/τη Σωτηρίου τους Σωτηραίους τους/τις Σωτηρίου
     κλητική Σωτηρίου Σωτηραίοι Σωτηρίου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Δημητρίου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σωτηρίου < γενική ενικού του Σωτήριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.tiˈɾi.u/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σω‐τη‐ρί‐ου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σωτηρίου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Σωτηρίου