Τσαούσογλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Τσαούσογλου | οι | Τσαούσογλοι & Τσαουσογλαίοι |
οι | Τσαούσογλου |
γενική | του/της | Τσαούσογλου | των | Τσαούσογλων & Τσαουσογλαίων |
των | Τσαούσογλου |
αιτιατική | τον/την | Τσαούσογλου | τους | Τσαούσογλους & Τσαουσογλαίους |
τους/τις | Τσαούσογλου |
κλητική | Τσαούσογλου | Τσαούσογλοι & Τσαουσογλαίοι |
Τσαούσογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσαούσογλου < Τσαούσ(ης) + -ογλου
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡saˈu.so.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσα‐ού‐σο‐γλου
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσαούσογλου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο