άεθνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άεθνος | η | άεθνη | το | άεθνο |
γενική | του | άεθνου | της | άεθνης | του | άεθνου |
αιτιατική | τον | άεθνο | την | άεθνη | το | άεθνο |
κλητική | άεθνε | άεθνη | άεθνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άεθνοι | οι | άεθνες | τα | άεθνα |
γενική | των | άεθνων | των | άεθνων | των | άεθνων |
αιτιατική | τους | άεθνους | τις | άεθνες | τα | άεθνα |
κλητική | άεθνοι | άεθνες | άεθνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άεθνος < αρχαία ελληνική ἄεθνος < α- + αρχαία ελληνική ἔθνος (νέα ελληνική γλώσσα: έθνος)
Επίθετο
[επεξεργασία]άεθνος (πολιτική, νομικός όρος, κοινωνιολογία)
- o άπατρις, αυτός που ιδεολογικά δεν αυτοκατατάσσεται σε εθνότητα, αυτός που δεν αποδέχεται τα έθνη
- νομάδας που ανήκει στην φυλή του, μα όχι σε κάποιο ευρύτερο έθνος
- μετανάστης ή μέλος φυλής που δεν έχει καταγραφεί ληξιαρχικά ή διώκεται
- ορφανό παιδί που κατοικεί σε ρατσιστική χώρα κι έχει διαφορετικό χρώμα δέρματος ή μορφή απ' την πλειοψηφία
- μιγάς που δεν επιθυμεί ούτε να θεωρείται πολυφυλετικός, ούτε να επιλέξει μια απ' τις φυλές - η διαφορά με τον άμεσα φιλοσοφικό άπατρι είναι ότι επιδρά έντονα η ψυχολογία, περισσότερο απ' την αναλυτική σκέψη (παρατηρείται σε ποσοστό πολυφυλετικών των ΗΠΑ[1])