άντυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άντυτος η άντυτη το άντυτο
      γενική του άντυτου της άντυτης του άντυτου
    αιτιατική τον άντυτο την άντυτη το άντυτο
     κλητική άντυτε άντυτη άντυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άντυτοι οι άντυτες τα άντυτα
      γενική των άντυτων των άντυτων των άντυτων
    αιτιατική τους άντυτους τις άντυτες τα άντυτα
     κλητική άντυτοι άντυτες άντυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άντυτος < α- + ντύνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

άντυτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ντυθεί
  2. που δεν είναι κατάλληλα ντυμένος
  3. που δεν έχει καλυφθεί
     συνώνυμα: ακάλυπτος
     αντώνυμα: καλυμμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]