αβανιοκαμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Τομέα γλώσσας. Να βρεθεί η σελίδα του Κουκουλέ, για να διευκρινστεί η πηγή του παραθέματος και η χρονολόγησή του. ‑‑Sarri.greek  | 22:09, 21 Μαρτίου 2023 (UTC).



↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβανιοκαμένος η αβανιοκαμένη το αβανιοκαμένο
      γενική του αβανιοκαμένου της αβανιοκαμένης του αβανιοκαμένου
    αιτιατική τον αβανιοκαμένο την αβανιοκαμένη το αβανιοκαμένο
     κλητική αβανιοκαμένε αβανιοκαμένη αβανιοκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβανιοκαμένοι οι αβανιοκαμένες τα αβανιοκαμένα
      γενική των αβανιοκαμένων των αβανιοκαμένων των αβανιοκαμένων
    αιτιατική τους αβανιοκαμένους τις αβανιοκαμένες τα αβανιοκαμένα
     κλητική αβανιοκαμένοι αβανιοκαμένες αβανιοκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβανιοκαμένος < αβανι(ά) + -ο- + καμένος

Μετοχή

[επεξεργασία]

αβανιοκαμένος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει υποστεί δεινά από αβανιά, ο κατασυκοφαντημένος
    ※  Τών δυστυχεστάτων αληθώς ανθρώπων ήτο ο αβανιοκαμένος και εκείνον τον οποίον έπαιρνεν η αβανιά, τον έπαιρνε κυριολεκτικώς ο διάβολος (Φαίδων Ι. Κουκουλές, Βυζαντινών βίων και πολιτισμός, τόμος 5, σελ. 29, 1948)
  2. (ιδιωματικό): υβριστικό στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]