αβανιοκαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αβανιοκαμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει υποστεί δεινά από αβανιά, ο κατασυκοφαντημένος
- ※ Τών δυστυχεστάτων αληθώς ανθρώπων ήτο ο αβανιοκαμένος και εκείνον τον οποίον έπαιρνεν η αβανιά, τον έπαιρνε κυριολεκτικώς ο διάβολος (Φαίδων Ι. Κουκουλές, Βυζαντινών βίων και πολιτισμός, τόμος 5, σελ. 29, 1948)
- (ιδιωματικό): υβριστικό στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβανιοκαμένος
|