αγαθοβιόλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθοβιόλης η αγαθοβιόλα το αγαθοβιόλικο
      γενική του αγαθοβιόλη της αγαθοβιόλας του αγαθοβιόλικου
    αιτιατική τον αγαθοβιόλη την αγαθοβιόλα το αγαθοβιόλικο
     κλητική αγαθοβιόλη αγαθοβιόλα αγαθοβιόλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοβιόληδες οι αγαθοβιόλες τα αγαθοβιόλικα
      γενική των αγαθοβιόληδων των αγαθοβιόλικων
    αιτιατική τους αγαθοβιόληδες τις αγαθοβιόλες τα αγαθοβιόλικα
     κλητική αγαθοβιόληδες αγαθοβιόλες αγαθοβιόλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθοβιόλης < αγαθός + βιόλα + -ης

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθοβιόλης, -α, -ικο

  1. αφελής
  2. μωρόπιστος
  3. κουτός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]