Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιόλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιόλα οι βιόλες
      γενική της βιόλας
    αιτιατική τη βιόλα τις βιόλες
     κλητική βιόλα βιόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βιόλα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βιόλα < ιταλική viola [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvʝo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιόλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιόλα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο παρόμοιο με το βιολί λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος και με βαθύτερο ήχο
     δείτε τις λέξεις βιόλιστας και βιολίστα
  2. (λουλούδι) είδος ανθοφόρου φυτού και το λουλούδι αυτού του φυτού
      μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (τραγούδι του Αττίκ, 1935)
     δείτε και τη λέξη βιολέτα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιόλα <

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιόλα θηλυκό

  1. (λουλούδι) η βιόλα, ο μενεξές
  2. (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο παρόμοιο με το βιολί