Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεράδικο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεράδικο τα αεράδικα
      γενική του αεράδικου των αεράδικων
    αιτιατική το αεράδικο τα αεράδικα
     κλητική αεράδικο αεράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεράδικο (νεολογισμός) < αέρ(ιο) + -άδικο, απόδοση για την αγγλική gas carriergas tanker) κατά το γκαζάδικο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.eˈɾa.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεράδικο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεράδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]