αιτιοπαθογενετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιτιοπαθογενετικός < αίτιος + -ο- + παθογενετικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αιτιοπαθογενετικός
- (ιατρική) (βιολογία) που προκαλεί την γένεση μιας νοσηρής κατάστασης, μιας αρρώστιας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιτιοπαθογενετικός