αιτιοπαθογενετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιοπαθογενετικός η αιτιοπαθογενετική το αιτιοπαθογενετικό
      γενική του αιτιοπαθογενετικού της αιτιοπαθογενετικής του αιτιοπαθογενετικού
    αιτιατική τον αιτιοπαθογενετικό την αιτιοπαθογενετική το αιτιοπαθογενετικό
     κλητική αιτιοπαθογενετικέ αιτιοπαθογενετική αιτιοπαθογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιοπαθογενετικοί οι αιτιοπαθογενετικές τα αιτιοπαθογενετικά
      γενική των αιτιοπαθογενετικών των αιτιοπαθογενετικών των αιτιοπαθογενετικών
    αιτιατική τους αιτιοπαθογενετικούς τις αιτιοπαθογενετικές τα αιτιοπαθογενετικά
     κλητική αιτιοπαθογενετικοί αιτιοπαθογενετικές αιτιοπαθογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιτιοπαθογενετικός < αίτιος + -ο- + παθογενετικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αιτιοπαθογενετικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]