αλάθευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈla.θe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐θευ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλάθευτος, -η, -ο
- που είναι ο αλάθητος, αλάνθαστος, χωρίς ψεγάδι, που δεν έχει λάθη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλάθευτος
→ δείτε τη λέξη αλάνθαστος |