αλιτζερίνικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλιτζερίνικος < → δείτε τη λέξη αλτζερίνικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.li.d͡zeˈɾi.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐τζε‐ρί‐νι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλιτζερίνικος, -η, -ο
- (δημοτική) άλλη μορφή του αλτζερίνικος, → δείτε τις λέξεις αλγερίνικος και αλγερινός
- (συνεκδοχικά) ο βάρβαρος
- ↪ αλιτζερίνικα καμώματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλιτζερίνικος
→ δείτε τη λέξη αλγερινός |
Πηγές
[επεξεργασία]- «ἀλγερίνικος (& ἀλτζερίνικος, ἀλιτζερίνικος)» – ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .