αμαράντινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμαράντινος, -η, -ο
- που δεν μαραίνεται
- (μεταφορικά) άφθαρτος, αιώνιος
- που έχει σχέση με το φυτό αμάραντος ή αναφέρεται σ’ αυτό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (θρησκεία) αμαράντινος στέφανος: φωτοστέφανο αγίων
- ≈ συνώνυμα: αγιοστέφανο, άλως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμαράντινος