αμολημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμολάω
Μετοχή[επεξεργασία]
αμολημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αμολάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμολημένος
|