αμούσκευτος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμούσκευτ
ος
η
αμούσκευτ
η
το
αμούσκευτ
ο
γενική
του
αμούσκευτ
ου
της
αμούσκευτ
ης
του
αμούσκευτ
ου
αιτιατική
τον
αμούσκευτ
ο
την
αμούσκευτ
η
το
αμούσκευτ
ο
κλητική
αμούσκευτ
ε
αμούσκευτ
η
αμούσκευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμούσκευτ
οι
οι
αμούσκευτ
ες
τα
αμούσκευτ
α
γενική
των
αμούσκευτ
ων
των
αμούσκευτ
ων
των
αμούσκευτ
ων
αιτιατική
τους
αμούσκευτ
ους
τις
αμούσκευτ
ες
τα
αμούσκευτ
α
κλητική
αμούσκευτ
οι
αμούσκευτ
ες
αμούσκευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
αμούσκευτος
<
α-
+
μουσκεύω
+
-τος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
αμούσκευτος, -η, -ο
που δεν έχει
μουσκευτεί
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
άβρεχτος
αδιάβροχος
αδιαπότιστος
(
στεγνός
)
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
βρεγμένος
διάβροχος
διαποτισμένος
μουσκεμένος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αμούσκευτος
αγγλικά
:
unwet
(en)
,
unsoaked
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Malagasy