αναδευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναδεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.ðevˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]αναδευμένος, -η, -ο
- που έχει αναδευτεί