Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναλγητικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναλγητικό τα αναλγητικά
      γενική του αναλγητικού των αναλγητικών
    αιτιατική το αναλγητικό τα αναλγητικά
     κλητική αναλγητικό αναλγητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναλγητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλγητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναλγητικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αναλγητικό