αναλγητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναλγητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλγητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναλγητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου για την ανακούφιση ή την εξάλειψη του πόνου.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναλγητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αναλγητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναλγητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναλγητικός