Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανταρτοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανταρτοπόλεμος οι ανταρτοπόλεμοι
      γενική του ανταρτοπόλεμου
& ανταρτοπολέμου
των ανταρτοπόλεμων
& ανταρτοπολέμων
    αιτιατική τον ανταρτοπόλεμο τους ανταρτοπόλεμους
& ανταρτοπολέμους
     κλητική ανταρτοπόλεμε ανταρτοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανταρτοπόλεμος < ανταρτο- + -πόλεμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική guerilla war)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.daɾ.toˈpo.le.mos/ και /a.daɾ.toˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανταρτοπόλεμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανταρτοπόλεμος αρσενικό

  1. ο πόλεμος που διεξάγουν οι αντάρτες καθώς και η τακτική που ακολουθούν
     συνώνυμα: αντάρτικο
  2. ο πόλεμος που διεξάγεται εναντίον των ανταρτών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]