αντάρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντάρτης | οι | αντάρτες |
γενική | του | αντάρτη | των | ανταρτών |
αιτιατική | τον | αντάρτη | τους | αντάρτες |
κλητική | αντάρτη | αντάρτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντάρτης < ελληνιστική ἀντάρτης < ἀνταίρω (ξεσηκώνω, εξεγείρω) < ἀντί + αἴρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντάρτης αρσενικό
- αυτός που εξεγείρεται ένοπλα εναντίον κάποιου καθεστώτος
- (ειδικότερα) που είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως στρατιώτης
- Ο παππούς μου ήταν αντάρτης στην περίοδο της κατοχής. Πολεμούσε τους κατακτητές.
- (μεταφορικά) ο απείθαρχος
- Αυτός ο μικρός είναι αντάρτης. Δεν υποκύπτει ούτε στη μάνα του.