αντικαταβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαταβολή < αντικαταβάλλω + -η (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre remboursement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαταβολή θηλυκό
- η πληρωμή μέρους ή, συνήθως, του συνόλου της αξίας κάποιου εμπορεύματος, που έχει αποσταλεί με ταχυδρομικό τρόπο, τη στιγμή που παραλαμβάνεται
- (συνεκδοχικά) το ποσόν που πρέπει να πληρωθεί
- (οικονομία) η πώληση ή αγορά χρηματιστηριακών τίτλων με πληρωμή μόνο τμήματος του αντιτίμου, ενώ για το υπόλοιπο υπάρχει προθεσμία καταβολής του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντικαταβάλλω
- → δείτε τις λέξεις αντί, καταβάλλω, κατά και βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαταβολή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)