αξομολόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξομολόητος < αξομολόγητος < α- + ξομολογώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξομολόητος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αξομολόγητος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξομολόητος
|