αξομολόγητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξομολόγητος η αξομολόγητη το αξομολόγητο
      γενική του αξομολόγητου της αξομολόγητης του αξομολόγητου
    αιτιατική τον αξομολόγητο την αξομολόγητη το αξομολόγητο
     κλητική αξομολόγητε αξομολόγητη αξομολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξομολόγητοι οι αξομολόγητες τα αξομολόγητα
      γενική των αξομολόγητων των αξομολόγητων των αξομολόγητων
    αιτιατική τους αξομολόγητους τις αξομολόγητες τα αξομολόγητα
     κλητική αξομολόγητοι αξομολόγητες αξομολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξομολόγητος < α- + ξομολογώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξομολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εξομολογηθεί
  2. που δεν έχει ειπωθεί σε εξομολόγηση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]