απαγορευμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγορεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]απαγορευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαγορεύω
απαγορευμένος, -η, -ο