αποθεραπευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθεραπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθεραπεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποθεραπευμένος, -η, -ο
- που έχει αποθεραπευτεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις αποθεραπεύω και θεραπεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθεραπευμένος