αποικισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποικισμένος η αποικισμένη το αποικισμένο
      γενική του αποικισμένου της αποικισμένης του αποικισμένου
    αιτιατική τον αποικισμένο την αποικισμένη το αποικισμένο
     κλητική αποικισμένε αποικισμένη αποικισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποικισμένοι οι αποικισμένες τα αποικισμένα
      γενική των αποικισμένων των αποικισμένων των αποικισμένων
    αιτιατική τους αποικισμένους τις αποικισμένες τα αποικισμένα
     κλητική αποικισμένοι αποικισμένες αποικισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποικισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποικίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποικισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποικίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]