αποπροσωποποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπροσωποποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπροσωποποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αποπροσωποποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποπροσωποποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπροσωποποιημένος
|